- ξενέρισμα
- το [ξενερίζω]1. απομάκρυνση κάποιου από το συνηθισμένο περιβάλλον του2. αλλαγή νερού μέσα στο οποίο τοποθετήθηκε κάτι για να χάσει την αρμύρα ή την πικράδα του3. απαλλαγή από μεθύσι4. ούρηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
ξενέρωμα — το [ξενερώνω] το ξενέρισμα … Dictionary of Greek